- ὑπόσαρκα
- ὑπόσαρκ-α, in Lat. formA hyposarca, a cause or kind of dropsy, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόσαρκα — ἡ, Α είδος ή περίπτωση υδρωπικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάρξ, σαρκός. Η λ. απαντά μόνο σε γλωσσάριο, στον λατ. τ. hyposarca] … Dictionary of Greek